μετακενώνω

μετακενώνω
(ΑM μετακενῶ, -όω)
αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω
νεοελλ.
μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ.
μσν.-αρχ.
μτφ. διοχετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετακένωση — η 1. μετάγγιση 2. η εκ νέου πρόσληψη από τους Έλληνες τών επιστημών και ειδικά τής κλασικής παιδείας, τών οποίων η μετάδοση και η εξάπλωση στους Ευρωπαίους συνετέλεσε στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, αλλ. μετακένωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετακενώνω. Η λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”